- φιλέτο
- το филей, филе, филейная часть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιλέτο — το, Ν 1. το κρέας τής νεφρικής χώρας τών σφαγίων, ψαρονέφρι 2. πρόσθετο λεπτό περίγραμμα ενδύματος ή υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filetto, υποκορ. τού filo «νημα»] … Dictionary of Greek
φιλέτο — το (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο λεπτό γαρνίρισμα φορέματος. 2. το κρέας σφαχτού από την περιοχή των νεφρών, το ψαρονέφρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλετάκι — το, Ν [φιλέτο] 1. υποκορ. τ. τού φιλέτο 2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή τού υποδήματος … Dictionary of Greek
ψαρονέφρι — το, Ν η σάρκα τών σφαγίων από τις δύο πλευρές τής σπονδυλικής στήλης κοντά στους νεφρούς, αλλ. ψάρι ή φιλέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι* (II) «φιλέτο από νεφραμιά» + νεφρό, ενώ, κατ άλλους, αντί ψαρονεύρι, κατ επίδραση τού νεφρό] … Dictionary of Greek
φιλετάκι — το 1. υποκορ. του φιλέτο (βλ. λ.), μικρό φιλέτο. 2. κομμάτι δέρματος που καλύπτει την πίσω ραφή των υποδημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κιλότο — το εκλεκτής ποιότητας κομμάτι κρέας, άπαχο, από το τελευταίο τμήμα τής ράχης βοδιού, πίσω από το φιλέτο και πάνω από το μπούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. culotte] … Dictionary of Greek
λούζα — και λούτζα και λόζα, η 1. είδος αλλαντικού από χοιρινό φιλέτο 2. άδενδρη τοποθεσία σε δασώδη έκταση … Dictionary of Greek
μπριζόλα — και μπριτζόλα, η κομμάτι κρέατος από τα πλευρά βοδιού, μοσχαριού ή χοίρου, το οποίο τρώγεται ψητό ή τηγανητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. brisola < γαλλ. bresolles «φιλέτο μοσχαριού». Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από ιταλ. braciola] … Dictionary of Greek
ψάρι — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παλαμαρίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek